- πολυκατάστημα
- τομεγάλο κατάστημα στο οποίο πωλούνται ποικίλα προϊόντα ή το οποίο επιμερίζεται σε πολλά καταστήματα/τμήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυκατάστημα — το, Ν μεγάλο κατάστημα λειανικής πώλησης ευρείας ποικιλίας αγαθών, όπως γυναικείων, παιδικών και ανδρικών ενδυμάτων, ειδών εξοπλισμού νοικοκυριού, επίπλων, τροφίμων κ.ά. προϊόντων … Dictionary of Greek
Periptero — in Georgioupoli/Kreta Periptero … Deutsch Wikipedia
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
σουπερμάρκετ — το, Ν άκλ. (ξεν. λ.) το πολυκατάστημα, κατάστημα λειανικής πώλησης ευρείας ποικιλίας αγαθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. supermarket «υπεραγορά»] … Dictionary of Greek
διευθύνω — διεύθυνα, διευθύνθηκα 1. διοικώ: Διευθύνει το μεγαλύτερο πολυκατάστημα της πόλης. 2. στέλνω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Διεύθυνε το βέλος στο στόχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)